ΡΗΣΟΣ Η' ΛΥΓΚΑΣ |
«Βουνά και κάμπους έδειρα, βουνά και καταράχια,
νυχτιαίς χωρίς αστροφεγγιά, νυχτιαίς χωρίς φεγγάρι.
Και τόσα χρόνια που ‘ζησα δω σ’ τον απάνου κόσμο
κανένα δε φοβήθηκα από τους αντρειωμένους.
Τώρα είδα έναν ξυπόλυτο και λαμπροφορεμένο,
πόχει του ρήσου τα πλουμιά, της αστραπής τα μάτια,
με κράζει να παλέψωμε σε μαρμαρένια αλώνια
κι όποιος νικήσει από τους δυο να παίρνει την ψυχή του».
νυχτιαίς χωρίς αστροφεγγιά, νυχτιαίς χωρίς φεγγάρι.
Και τόσα χρόνια που ‘ζησα δω σ’ τον απάνου κόσμο
κανένα δε φοβήθηκα από τους αντρειωμένους.
Τώρα είδα έναν ξυπόλυτο και λαμπροφορεμένο,
πόχει του ρήσου τα πλουμιά, της αστραπής τα μάτια,
με κράζει να παλέψωμε σε μαρμαρένια αλώνια
κι όποιος νικήσει από τους δυο να παίρνει την ψυχή του».
(«Ο θάνατος του Διγενή», Δημοτικό τραγούδι)
Ρήσος είναι ο
λύγκας [«ρήσος» ή «ρίσος» κατά την όμορφη κοινή μας γλώσσα –του λαού–,
«Lynx lynx L. martinoi» κατά την επιστημονική του ονομασία (αναφερόμαστε
στο υποείδος των βαλκανίων)]. Είναι το ζώο που πολύ συμπαθώ. Έχω μία
προτίμηση σε αυτόν και από τα δένδρα στην κουκουναριά, ιδιαιτεροποιημένα
τούτα στις αισθήσεις μου, αφού τα βλέπω ξέχωρα των άλλων, των «άγριων
του βουνού και του λόγγου» (…όπως τα χαρακτήριζε στο ομώνυμο έργο του ο
εργώδης ερευνητής της ελληνικής υπαίθρου δασολόγος Σεραφείμ Τσιτσάς) κι
οπωσδήποτε συμπαθητικά. Όχι ότι και τ’ άλλα δε με συγκινούν, αλλά να,
τούτα τα ξεχωρίζω γιατί έχουν το ίδιον του μοναδικού, το κάτι που σε
συνεπαίρνει με τη μαγεία της υπόστασής του. Έχουν ως υπάρξεις μιαν
ανεξαρτησία και μιαν οντική ποιότητα, που τα κάμει –τουλάχιστον κατ’
εμέ– ξεχωριστά. Νοιώθεις ως αύρα ελκτική να σε τραβά η παρουσία τους, κι
ας μην είναι κυρίαρχα της ελληνικής φύσης, ας στέκουνται παράμερα στο
κάδρο της (ολο)ζωής· σα σκιές ή ξαφνιάσματα. Κι είναι παράξενο αν
σκεφτείς ότι τούτη η έλξη, η έκσταση ίσως, αφορά σε είδη όχι κοινά του
ελληνικού τόπου, αλλά σ’ εξαιρετικές του παρουσίες. Μάλλον γι’ αυτό το
λόγο γοητεύουν· για το εξαιρετικό τους, γιατί περισσότερο τα νοιώθεις
παρά τα βλέπεις, γιατί τα αισθάνεσαι υπαρξιακά κι όχι πρακτικά, γιατί δε
σου γεμίζουν τη ματιά, μολαταύτα πληρούν και στέργουν –κάτι ανάλογο με
το ταπεινό χαμομηλάκι, που συγκινεί για το δέον της ύπαρξής του και
πληροί παρά το αθεώρητό του!
Ζώο «φαντομάς»!
Ο λύγκας
λοιπόν… Ζώο μυστηριώδες, περίεργο, ακριβοθώρητο, από κείνα που κινούν τη
φαντασία, τα όχι συμβατικά, τ’ «άπιαστα», τα λεύτερα κι ανεξάρτητα, που
σ’ εξιτάρουν. Δύσκολα τον βλέπεις, και δεν οικειώνεται μαζί σου. Το
ίδιο το ζώο, με την απόκοσμη κι απαρατήρητη ζωή του, την απόρρητη για το
ίδιο και προκλητικά απρόσιτη για τους ανθρώπους, σε αποτρέπει να το
προσεγγίσεις και να το ‘ξετάσεις, σου απαγορεύει να το ιδείς καν, παρά
μόνο να το αισθανθείς· σαν ιδέα, σαν ίχνος, σαν ξάφνιασμα, σα νεφέλωμα
στο αναπάντεχο της φύσης. Είναι, αλήθεια, ιδεατό να κοινωνείς μαζί του,
είναι διαπρύσια επιθυμητό μα ταυτόχρονα αθέλητο ένα συναπάντημα με το
ζώο αυτό. Δε φοβάται την παρουσία σου, απλά δεν αντέχει την επαφή, την
ξένη παρουσία, την ανοίκεια και μη ομοειδή σχέση· έχει πρόβλημα αποδοχής
λόγω του ανεξάρτητου και μη κοινωνικού του χαρακτήρα. Και τούτο διότι
είναι μονήρης χαρακτήρας, δεν επιθυμεί να προσεγγιστεί και να οικειώσει,
θέλει τη μοναξιά στο περιβάλλον του. Αυτό το περιβάλλον, για να το
αποδεχτεί, πρέπει να είναι ανόθευτο, απείραχτο κι αμόλυντο, για να το
ζει στην πληρότητα που η φύση του επιζητεί.
Δε ζει κατά
σύμβαση, με τους κανόνες που τίθενται κατά παρέκκλιση ή κατ’ απαίτηση,
αλλά σύμφωνα με τη νομοτέλεια και τους αβίαστα προκύπτοντες κανόνες του
φυσικού συστήματος όπου θα δραστηριοποιηθεί. Εάν θεωρήσει ότι υπάρχει
εκτροπή στο φυσικό σύστημα, αστάθειά του, αστάθμητη λειτουργία του, τότε
αποφεύγει την προσαρμογή και προτιμά τη φυγή κι εγκατάσταση αλλού, σε
περιβάλλον που θεωρεί κοντύτερο στην ιδιοσυγκρασία του και στις
απαιτήσεις του –γενικώς αρέσκεται να μετακινείται, ικανοποιώντας την
ανησυχία του ως προς την ανεύρεση του ιδανικού και προσεγγίσιμου στις
απαιτήσεις ως προς το βιότοπό του, για να εγκατασταθεί.
Ζώο παράξενο
κατά πολλούς, κι απροσάρμοστο· όμως, …ας σκεφτούμε, καθετί το
διαφορετικό και μη ενταγμένο στις συστημικές λογικές, έτσι δε
χαρακτηρίζεται από τους ανθρώπους, από την κοινωνία, από το συμβατικό
σύστημα; Είναι το λοιπόν ζώο της εξαίρεσης από τους κανόνες του
συστήματος, και υπάρχει εν αυτώ σύμφωνα με τους δικούς του κανόνες,
σύμφωνα με τη δική του θεώρηση της ύπαρξης, και στο πλαίσιο τούτο πρέπει
το φυσικό σύστημα να το δεχτεί. Το ενάντιο το ταράζει, αντιδρά στην
εκτροπή επιζητώντας το ζην στο δέον της θεώρησής του. Κατ’ ουσίαν κείνο
που συμβαίνει είναι ότι το ίδιο επιλέγει το σύστημα της ζωής του, το
βιότοπό του, αυτό βάζει τους κανόνες λειτουργίας του κι αναλόγως
εντάσσεται, χωρίς να δέχεται την προσαρμογή ή την απαίτηση στην αλλαγή,
που αντίκειται στο φυσικό του δέον. Είναι ζώο που απαιτεί την υγιή του
θεώρηση στο σύστημα, νάναι αυτό εν ισορροπία, και για το λόγο τούτο
θεωρείται ευφυές· διότι έχει το νου και τη συγκρότηση να λειτουργεί κατά
το φύσει ζην κι όχι κατά το εν δυνάμει. Ο δασολόγος Παναγιώτης Ζέρβας,
στο σύγγραμμά του «Τα κυνήγια στην Ελλάδα» (έκδοση Υπουργείου Γεωργίας,
β’ έκδοση, Αθήναι 1961) δίνει τα τέτοια χαρακτηριστικά του λύγκα:
«Εξυπνάδα, πανουργία, υπουλότητα, αιμοβορία, αλλά και παλληκαριά…» (σελ.
142 της πηγής).
Δύσκολα το
λοιπόν βλέπεις το λύγκα, μόνε τον ακούς. Τον νοιώθεις, τον ανιχνεύεις,
τον υπολογίζεις στην περίμετρό σου, μα δεν τον θωρείς, δεν τον ζυγώνεις,
δεν τον ‘ξετάζεις· αυτό είναι αδύνατο χωρίς την κατάλληλη υποδομή σ’
ότι αφορά στη γνώση του ζώου και του τόπου, και χωρίς τη συγκατάθεσή
του. Δε θα σε αφήσει να το κάμεις. Όσο κι αν το προσπαθήσεις, θα σε
ζυγιάσει, θα σε μετρήσει και θα αιλουρίσει σε μέρη αδύνατα για σε. Ζει
ζωή καλογερική, σπάνια θα βρεθούν δυο-τρεις μαζί· και συνήθως αυτό
συμβαίνει στην περίοδο του οργασμού. Προτιμά –περισσότερο για τη
συνήθειά του και λιγότερο για την προστασία του– να κινείται νύχτα, κατά
την οποία, όπως όλα τα αιλουροειδή, βλέπει πολύ καλά. Αντίθετα, η όρασή
του την ημέρα δεν είναι καλλίτερη από τ’ άλλα σαρκοβόρα. Η μετακίνησή
του τη νύχτα, αθόρυβα σε πυκνά δάση, το κάμει περισσότερο δυσκολοθώρητο
κι ενισχύει το «μύθο του».
Διαβάζουμε
στα «Κυνήγια στην Ελλάδα» του δασολόγου Παναγιώτη Ζέρβα: «Ο λύγκας είναι
ένα ζώο που ρεζίλεψε και τους ζωολόγους και τους κυνηγούς. Κανένας από
αυτούς ως τώρα δεν πέτυχε να μάθει πώς ζει, αν και ζει σε πολλά μέρη της
Ευρώπης, δηλαδή μέσα στη μύτη τους. Ότι γράφεται ή λέγεται είναι
παρατηρήσεις που γίνηκαν και γίνονται με κλεισμένους σε ζωολογικούς
κήπους λύγκες, ή με εξημερωμένους, γιατί εξημερώνονται κι αφοσιώνονται
όσο τα σκυλιά και περισσότερο, ή με άγριους όταν με χιόνι μπορεί να
παρακολουθείται ο τορός του. Αλλά ούτε ο τορός, ούτε οι κλεισμένοι ή οι
εξημερωμένοι με τη ζωή που αναγκαστικά κάνουν, διαφορετική βέβαια από
κείνη που κάνουν ως άγριοι, μπορούν να δώσουν όλα τα στοιχεία για να
συμπληρωθούν οι παρατηρήσεις. Γι’ αυτό η ζωή τους, ποιος ξέρει για πόσον
καιρό ακόμα, θ’ αποτελεί μυστήριο» (σελ. 142 της πηγής).
Σχετικά με
την εξημέρωση του λύγκα πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτός ημερεύει και
προσαρμόζεται στη ζωή του ανθρώπου, ωσάν κατοικίδιο, παρά τη μυθώδη
αγριότητά του, εάν πιαστεί μικρός κι εκπαιδευτεί. Μάλιστα η αφοσίωσή του
μετά την εξημέρωσή του θεωρείται παροιμιώδης. Η εφημερίδα «Ακρόπολις»,
στο φύλλο της 10ης-10-1960, αναφέρεται σε σχετικό ρεπορτάζ στο
περιστατικό εξημερωμένου λύγκα στον Καναδά, που το αφεντικό του τον
ονόμαζε «Λάσυ» (από το γνωστό τηλεοπτικό σκυλί), ο οποίος έπεσε σε
μελαγχολία όταν ο κύρης του έφυγε για ταξίδι για μια εβδομάδα και τον
άφησε να τριγυρνά στο περιφραγμένο οικόπεδό του. Τροφή και νερό του
έδιναν οι γείτονες, μετά από συνεννόηση με το αφεντικό του. Ο λύγκας
όμως δε μπόρεσε να προσαρμοστεί σε αυτή την κατάσταση κι άρχισε με τη
χαρακτηριστική κραυγή του ν’ αναζητά το αφεντικό του, ξεσηκώνοντας όλη
την περιοχή. Ο πάντα ήσυχος εξημερωμένος λύγκας έγινε ανήσυχος κι
επιθετικός. Αρνούνταν να φάει και να κοιμηθεί, μόνο αλυχτούσε· ήταν το
κλάμα του! Η αστυνομία που ήλθε, λόγω της αναστάτωσης που προκλήθηκε, δε
μπόρεσε να τον πλησιάσει διότι αυτός αντιδρούσε κι όταν τον πίεσε πολύ ο
λύγκας το «έσκασε» κι ανέβηκε στα γύρω δάση και από κει συνέχισε ν’
αλυχτά. Όταν το αφεντικό επίστρεψε και τον αντιλήφθηκε, αμέσως
εμφανίστηκε και τον έριξε χάμω από τη χαρά του, γλείφοντάς τον
ακατάπαυστα και κάνοντας πήδους πασίχαρης. Ήταν ικανός, εάν δεν τον
ξανασυναντούσε, να πεθάνει από κατάθλιψη.
Αυτό το
περιστατικό δείχνει με τον πιο καταφανή τρόπο την ισχυρή εξάρτηση των
εξημερωμένων αγρίων ζώων από τα αφεντικά τους –ιδιαίτερα εδώ του λύγκα–,
σε τέτοιο βαθμό που μελαγχολούν και πεθαίνουν εάν τους χάσουν ή
απομακρυνθούν από κοντά τους. Όσο κι αν συγκινεί μια τέτοια κατάσταση,
μολαταύτα δείχνει την ανοίκεια στη φύση των αγρίων ζώων αντιμετώπιση που
γίνεται, η οποία είναι αποτέλεσμα της εξημέρωσής τους. Τα ζώα,
παθολογικά εξαρτώνται και δεσμεύονται από το άτομο που τα μεγάλωσε και
τα συντηρεί, έχοντας χάσει τον φύσει προσανατολισμό τους και τα ένστιχτά
τους. Και φυσικά, λόγω αυτής της εξάρτησης, γίνονται αδύναμα να σταθούν
στη φύση και ν’ αντεπεξέλθουν μόνα τους, χωρίς βοήθεια. Αποτελεί μιαν
ανάρμοστη κατάσταση ικανοποίησης του κυρίαρχου ανθρώπου, που ως
«θηριοδαμαστής» ενεργεί, κι όχι του ζώου, στο οποίο ασκείται μιαν παρά
φύσιν πράξη, μιαν υποτέλεια, την οποία αυτό, όντας αποπροσανατολισμένο
κι εξαρτώμενο, δεν κατανοεί και –ως συνέπεια– δεν αντιδρά, καταπιέζοντας
τ’ άγρια ένστιχτά του –κοινώς: υποφέρει φυλακισμένο στις πρακτικές
ικανοποίησης των ανθρώπων. Είναι οικολογική βαρβαρότητα και πράξη μη
ηθική του πολιτισμένου ανθρώπου ν’ αποστερεί από το άγριο ζώο τη
δυνατότητα να ζήσει ως φύσει άγριο και λεύτερο μετατρεπόμενο σε
κατοικίδιο με την εξημέρωσή του· πολύ δε περισσότερο, να του αποστερεί
τη δυνατότητα να γνωρίσει (ως μικρό που θα ημερωθεί) την ελευθερία της
άγριας ζωής.
Αποτελούσε
λοιπόν μέχρι και τους πρόσφατους χρόνους μυστήριο η ζωή και η βιολογία
του λύγκα. Για το λόγο τούτο −όπως συμβαίνει άλλωστε− είχε δημιουργηθεί
ένας μύθος γύρω από αυτόν. Ο μύθος του συνδυάστηκε με τον τρόπο που
ενεργούσε σύμφωνα με τις συνήθειές του και είχαν επιπτώσεις στους
ανθρώπους και το περιβάλλον τους, διαμορφώνοντας την αρνητική τους άποψη
για το ζώο. Ο λύγκας, κατά τη συγκεκριμένη αντίληψη, ήταν ζώο
«φαντομάς», που σκοπό είχε να ικανοποιήσει τ’ άγρια ένστικά του και
μόνον, με μακάβρια αποτελέσματα!!! Τούτο οδήγησε σε λανθασμένες
αντιλήψεις των ανθρώπων προς το αθώο τούτο άγριο ζώο, και σε
συμπεριφορές αρνητικές (κυνηγήθηκε ανελέητα ως επιβλαβές), που οδήγησαν
έως και την εξαφάνισή του (βέβαια, η βασική και κύρια αιτία της μεγάλης
μείωσης του πληθυσμού του λύγκα στην Ελλάδα είναι ο περιορισμός των
βιοτόπων του) −αργότερα, η σχετική γνώση που αποκτήθηκε, άλλαξε τα
δεδομένα, και οι άνθρωποι τον είδαν διαφορετικά, με σεβασμό και
συμπαθητικά, όμως ήταν ήδη αργά, αφού η εξάλειψή του από περιοχές όπου
κάποτε ευρίσκετο σε αφθονία, είχε επιτευχθεί!
Είναι «δαίμονας»;
Διαβάζουμε
σε σχολικό εγχειρίδιο της «Φυσικής Ιστορίας» του 1969 ότι ο λύγκας είναι
πολύ άγριο και αιμοβόρο ζώο –το «πλέον αιμοβόρον από τα αρπακτικά». Ότι
επιτίθεται στα μικρά θηλαστικά (λαγούς, κατσίκια κ.ά.), αλλά και στα
μεγαλύτερα (ελάφια, ζαρκάδια, μοσχάρια κ.ά.), αδιακρίτως. Ότι την ενέδρα
του τη στήνει συνήθως ψηλά στα δένδρα, στα οποία σκαρφαλώνει με μεγάλη
ευκολία και ταχύτητα. Από κει ορμάει καβάλα στη λεία του και καρφώνεται
στο λαιμό της σαν τον βρικόλακα, της ρουφάει το αίμα και στη συνέχεια
τής ανοίγει τις σάρκες με τα φοβερά του νύχια και την κατασπαράσσει. Ότι
πνίγει πιο πολλά ζώα απ’ όσα χρειάζεται να φάει, από ευχαρίστηση. Ότι
αφού πιεί το αίμα τους, στη συνέχεια τρώει το καλλίτερο κομμάτι τους και
το υπόλοιπο το αφήνει για τους λύκους και τα τσακάλια. Συμπεραίνει:
«Κατόπιν όλων αυτών δεν είναι καθόλου παράδοξον ότι καταδιώκεται
σκληρώς». Καθώς και ότι: «Είναι πολύ επιβλαβές, για αυτό είναι ευτύχημα
ότι δε γεννά πολλά νεογνά».
Στο δε
σχολικό εγχειρίδιο της «Ζωολογίας» του 1935 πληροφορούμαστε ότι, «από το
καρτέρι του ρήσου δε γλυτώνει ούτε ο λύκος, γι’ αυτό το λόγο βγήκε η
λαϊκή παροιμία: “Όπου φωνάζει ο Ρήσος, λύκος δεν πατάει…” Η δε φωνή του
είναι τόσο φοβερή, που πιάνει πανικός τ’ αγρίμια του λόγγου μόλις
ακουσθεί το ουρλιαχτό του». Στη φωνή του, στην κραυγή του, οφείλεται και
τ’ όνομά του «λύγκας», από το «λύγξ», τη γνωστή σύσπαση του λάρυγγα,
τον κοινό λόξυγκα που μας πιάνει και που μοιάζει με τον τρόπο του λύγκα
όταν κυριεύεται από άγρια ορμή κι αλυχτά [επισημαίνουμε τη διάκριση στο
αρχαίο «λύγξ», που είναι ο λόξιγκας, και στο «Λυγξ» (με κεφαλαίο πρώτο
γράμμα και χωρίς τόνο), που είναι αστερισμός].
Με τέτοια
φοβερή περιγραφή του λύγκα (του ρήσου), σαν την προηγούμενη, δεν ημπορεί
να μη «φοβηθεί» ο κάθε ανυποψίαστος που θα τη διαβάσει, τα δε παιδιά
που διδάσκονται το σχετικό μάθημα, σίγουρα θα μορφώσουν γνώμη ιδιαίτερα
αρνητική για το ζώο αυτό, ότι αποτελεί το «τέρας» της ελληνικής φύσης.
Σε τούτο βοήθησε και ο σχετικός μύθος, από τον οποίο απέρρευσε το λαϊκό
του όνομα «ρήσος», τον οποίο θα παρουσιάσουμε αμέσως παρακάτω. Ένας
μύθος που, βέβαια, δε γνώρισε την απήχηση του «κακού λύκου» των
παραμυθιών, αλλά συμπλήρωνε τις ιστορίες των προγόνων για τα «κακά
πλάσματα της φύσης». Ο λύγκας, στις ιστορίες αυτές, δεν ήταν ο «λιόντας»
που φοβίζει αλλά ο «δαίμονας», το «τέρας» της ελληνικής υπαίθρου· όχι
το κοινό κακό, όπως ο λύκος, αλλά το αποτρόπαιο. Και τούτο συνέβαινε
παρά το γεγονός ότι επιθέσεις λύγκα δεν είχαν καταγραφεί σε ανθρώπους,
καθώς αυτός συνηθίσει με την ανθρώπινη παρουσία να εξαφανίζεται! −μάλλον
η μυθοποιημένα τρομερή συμπεριφορά του ενάναντια στ’ άλλα πλάσματα της
φύσης δημιούργησε όλο αυτόν το φόβο. Ο δασολόγος Παναγιώτης Ζέρβας μάς
λέγει στα «Κυνήγια στην Ελλάδα» ότι «ο ρήσος ρίχνεται στον άνθρωπο αν
πληγωθεί ή καμιά φορά ζοριστεί». Ότι, «ρίχνεται με ταχύτητα γερακιού και
προφταίνει να χώνει τα αιχμηρά του νύχια στο στήθος του ανθρώπου» (σελ.
143 της πηγής). Θυμούμαι τον παππού, που μεγάλωσε στα ορεινά των
Αγράφων, ο οποίος μού έλεγε ιστορίες για το φοβερό τούτο ζώο, που
τρομοκρατούσε την ελληνική ορεινή ύπαιθρο, τις οποίες άκουσε από τους
προγόνους του. Ο ίδιος μού εξομολογήθηκε ότι ποτέ δεν είδε ρήσο, ούτε
«καταστροφές του», αλλά πάντα τον αισθανόταν στο γύρω του, ως φόβο, λόγω
των διηγήσεων −ήταν το κακό δαιμόνιο του μύθου στην ελληνική ύπαιθρο!
Ο «μύθος»
του ρήσου έχει τις πηγές του στο μύθο του Ρήσου, του βασιλιά των Θρακών.
Αυτός ο Ρήσος είναι γνωστός ως βασιλιάς των Θρακών, γιος του Ηιονέα
(Ιλιάδα, Κ 435) ή, κατά τους μεταγενέστερους συγγραφείς, του Στρυμόνα
και μιας από τις Μούσες (της Καλλιόπης, της Ευτέρπης ή της Τερψιχόρης). Ο
Ρήσος συμμετείχε ως σύμμαχος του Πριάμου στον Τρωικό Πόλεμο, έφθασε
όμως αργά, καθώς η πατρίδα του είχε δεχθεί επίθεση από τους Σκύθες κατά
την εποχή που άρχισε ο Τρωικός Πόλεμος. Σκοτώθηκε μέσα στη σκηνή του από
τον Διομήδη και τον Οδυσσέα κατά τη νυκτερινή τους αποστολή
κατασκοπείας, οι οποίοι και άρπαξαν τους κατάλευκους ίππους του – τον
σκότωσε ο Διομήδης 13ον στην σειρά, αφού είχε σκοτώσει πρώτα τους 12
Θράκες του Ρήσου. Οι Ίπποι που εκλάπησαν, σύμφωνα με χρησμό, αν έτρωγαν
τρωικό χόρτο και έπιναν νερό από τον Ξάνθο ποταμό, θα έσωζαν την Τροία.
Όμως στον «Ρήσο» του Ευριπίδη μαθαίνουμε από την Μούσα πως θα ζητήσει
από τη νύμφη, από την καρποποιό κόρη της θεάς Δήμητρας, ν’ αφήσει την
ψυχή του Ρήσου, μιας και αυτή οφείλει να τιμήσει τον συγγενή του Ορφέα.
Λέγει δε πως ο Ρήσος δεν πήγε στης γαίας το μαύρο χώμα, αλλά κρυμένος
στης υπάργηρης χθόνας τα άντρα θα είναι ανθρωποδαίμων που το φως θα
βλέπει του Ήλιου, προφήτης του Βάχκου, ζώντας παντοτινά στον βράχο του
Παγγαίου, σεμνός θεός για εκείνους που τον ξέρουν.
Η έννοια του
ανθρωποδαίμωνος θα πρέπει να γίνει κατανοητή μέσα στα πλαίσια των όσων
λέγει ο Ιεροκλής όταν σχολιάζει τον 3ον στίχο των «Πυθαγορικών Χρυσών
Επών»: «Και τους καταχθόνιους Δαίμονες να σέβεσαι, τελώντας τα νόμιμα». Η
προσωνυμία του καταχθονίου Δαίμονα δεν ταιριάζει σε κανέναν άλλο παρά
σε αυτόν που εκ φύσεως είναι άνθρωπος αλλά εκ καταστάσεως γίνεται
Δαίμονας και δαήμων του Θεού, επειδή είναι το τρίτο γένος μέσα στις
λογικές ουσίες και στρέφεται στη χθόνια ζωή. Επειδή, λοιπόν, όλοι οι
άνθρωποι από αυτή την άποψη είναι χθόνιοι ως τρίτο γένος των λογικών
όντων, και επειδή δεν είναι όλοι δαίμονες ή σοφοί, δικαιολογημένα έκανε
το συνδυασμό ο Ιεροκλής και είπε καταχθόνιους δαίμονες τους σοφούς
ανθρώπους. Γιατί δεν είναι όλοι οι άνθρωποι σοφοί ούτε όλοι οι σοφοί
είναι άνθρωποι, αλλά και οι αγαθοί ήρωες και οι αθάνατοι θεοί, που είναι
ανώτεροι από τους ανθρώπους, είναι σοφοί και αγαθοί. Δηλαδή ο Ρήσος,
όντας μια ανθρώπινη ψυχή που κατέκτησε/στολίστηκε με την εν τη γενέσει
αλήθεια και την αρετή, έγινε Καταχθόνιος Δαίμων = ανθρωποδαίμων = σοφός!
Ο λαός, όπως το συνήθιζε να μεταφέρει τα μυθικά ή θεϊκά πρόσωπα ως
στοιχεία της φύσης, είτε ως φυτά είτε ως ζώα, ζωοποίησε τον Ρήσο και τον
είπε ρήσο, τον λύγκα δηλαδή. Παραφράζοντας όμως το μύθο και
διαστρεβλώνοντας το νόημά του, θεώρησε ως δαίμονα με την κοινή έννοια τη
ζωοποιημένη μορφή του βασιλιά, στο πρόσωπο του λύγκα, ενώ αυτός
κατέληξε ως ανθρωποδαίμων να είναι χθόνιος σοφός! Ο λύγκας έγινε για το
λαό με τα χρόνια ο «δαίμονας» της φύσης, το αιμοβόρο πλάσμα που σκοτώνει
όσο περισσότερα θύματα μπορεί και πίνει το αίμα τους ωσάν τον βρικόλακα
του έτερου μύθου στην Τρανσυλβανία. Έδωσε στο λύγκα εξαιρετικά αρνητικά
χαρακτηριστικά, σε σημείο που κατά το παρελθόν έγινε αυτός πολύ μισητό
πλάσμα και κυνηγήθηκε με σφοδρότητα.
Ένας άλλος
μύθος, όχι τόσο στέρεος όσο ο προηγούμενος, θέλει το λύγκα ως
ζωοποιημένη μορφή του κακούργου βασιλιά της Σκυθίας, που επιχείρησε να
σκοτώσει τον Τριπτόλεμο, τον περίφημο ιερέα και ήρωα της Ελευσινιακής
λατρείας, για να σφετερισθεί τη δόξα του. Ο Τριπτόλεμος εστάλη από τη
θεά Δήμητρα στη Σκυθία για να μεταφέρει εκεί τα μεγάλα δώρα των Θεών, τα
«Δημητριακά» της γεωργικής καλλιέργειας. Η Δήμητρα πρόλαβε το φόνο του
Τριπτόλεμου από τον βασιλιά της Σκυθίας, μεταμορφώνοντας τον τελευταίο
ως τιμωρία σε άγριο κι αιμοβόρο θηρίο, το λύγκα. Βλέπουμε δηλαδή ότι σε
κάθε περίπτωση, σε όλους τους μύθους που αναφέρονται στο ρήσο, καταλήγει
αυτός να είναι κακός και μισητός!
Η αντίληψη
έτσι των ανθρώπων, όπως και του κράτους, ήταν απότοκο της
«αδιαμφισβήτητης» άποψης για την κακότητα αυτού του άγριου (κι άμοιρου)
ζώου. Και κυνηγήθηκε για τούτο. Διαβάζουμε σε μια άδεια κυνηγιού του
1934 ότι ο ρίσος (έτσι ονοματίζονταν στην άδεια ο λύγκας) κατατάσσεται
στα επιβλαβή θηράματα, τα οποία φονεύονται, καθότι καθίσταται
επικίνδυνος για τη ζωή του ανθρώπου στην ύπαιθρο και γιατί προξενεί
καταστροφές στα οικόσιτα και τα νομαδικά ζώα, με τις επιθέσεις που
πραγματοποιεί.
Δεν είναι μετά τούτων περίεργο το γεγονός ότι ο δασολόγος Παναγιώτης Ζέρβας, που τον αναφέραμε προηγουμένως, εντάσσει το 1961 στο πόνημά του «Τα κυνήγια στην Ελλάδα», το λύγκα στα θηρεύσιμα είδη, κάτι που αποτελούσε την επίσημη πολιτική του κράτους: να θεωρείται ο λύγκας επιβλαβές θήραμα. Δίνει μάλιστα κι οδηγίες για το κυνήγι του λύγκα: «Στην Ελλάδα δε ζουν πολλοί ρίσοι. Από όλη την Πελοπόννησο μονάχα στον Ταΰγετο ζουν μερικοί και κάπως περισσότεροι σ’ όλη την άλλη χώρα μας. Γι’ αυτό κάθε χρόνο σκοτώνονται λίγοι κι αυτοί σε τυχαία συναπαντήματα. Η κρυφή ζωή που κάνουν δε δίνει ευκαιρίες για συστηματικό κυνήγι. Αν όμως πιστοποιηθεί ότι σε κάποια ορισμένη θέση ζει κάποιος, μπορεί να κυνηγηθεί μοναχά με παγάνα. Τα καρτέρια θα πιάσουν διάβες στα πιο κλειστά, γιατί οι ρίσοι, αν εξαναγκαστούν ν’ αφήσουν τις θέσεις τους, συνηθίζουν να περνούν από τέτοια μέρη. Οι κυνηγοί πρέπει να προσέχουν πολύ και νάναι έτοιμοι να ντουφεκίσουν, γιατί όταν οι ρίσοι περπατούν δεν ακούγονται καθόλου και παρουσιάζονται κι εξαφανίζονται σαν φαντάσματα. Οι παγανιστάδες δεν πρέπει ν’ αφήνουν άψαχτη καμιά πυκνούρα, όπως ούτε και τα μεγάλα δένδρα, γιατί δεν είναι δύσκολο νάχουν κι εκεί απάνω κρυφτεί ρίσοι. Έτσι γλυτώνουν τον κόπο να ξαναπαγανίζουν από την αρχή, κανόνας που πρέπει να κρατιέται αν με την πρώτη παγανιά δε φάνηκε κανένας, γιατί, όσο και να προγκιχτούν, δε φεύγουν μακριά. (…) Ένας άλλος τρόπος, επίσης καλός αλλά λιγάκι φτωχός σ’ αποτέλεσμα, είναι τούτος. Ο κυνηγός σε φεγγαρόλουστες βραδιές κάνει καρτέρι σε μέρη όπου βρίσκονται ρίσοι. Κατά τις εννιά ή κι αργότερα όταν δεν ακούγεται ούτε ο παραμικρός θόρυβος, κράζει για λαγό. Μόλις σταματήσει το κράξιμο, που μάλιστα δεν πρέπει να το κρατήσει και πολύ, ετοιμάζεται και περιμένει. Μπορεί νάχει την τύχη να του παρουσιαστεί κανένας που θάρχεται για το λαγό. Σε κίνδυνο οι ρίσοι κάνουν μεγάλα πηδήματα και γρήγορες κινήσεις κι έτσι πετυχαίνουν να ξεφεύγουν αν ντουφεκιούνται με σφαίρα, κι όχι όπως πρέπει τότε με σκάγια χοντρά 000 ως λιγότερο 0. Και μια συμβουλή: Αν ο ρίσος δεν κεραυνοβοληθεί, μαζεύει μέσα στο ξεψύχισμά του τις τελευταίες του δυνάμεις και ρίχνεται. Τα νύχια του και κείνη ακόμα τη στιγμή, είτε για τα σκυλιά, είτε για τον κυνηγό, αν πλησιάσουν απρόσεκτα, είναι πολύ επικίνδυνα» (σελ. 145-146).
Δεν είναι μετά τούτων περίεργο το γεγονός ότι ο δασολόγος Παναγιώτης Ζέρβας, που τον αναφέραμε προηγουμένως, εντάσσει το 1961 στο πόνημά του «Τα κυνήγια στην Ελλάδα», το λύγκα στα θηρεύσιμα είδη, κάτι που αποτελούσε την επίσημη πολιτική του κράτους: να θεωρείται ο λύγκας επιβλαβές θήραμα. Δίνει μάλιστα κι οδηγίες για το κυνήγι του λύγκα: «Στην Ελλάδα δε ζουν πολλοί ρίσοι. Από όλη την Πελοπόννησο μονάχα στον Ταΰγετο ζουν μερικοί και κάπως περισσότεροι σ’ όλη την άλλη χώρα μας. Γι’ αυτό κάθε χρόνο σκοτώνονται λίγοι κι αυτοί σε τυχαία συναπαντήματα. Η κρυφή ζωή που κάνουν δε δίνει ευκαιρίες για συστηματικό κυνήγι. Αν όμως πιστοποιηθεί ότι σε κάποια ορισμένη θέση ζει κάποιος, μπορεί να κυνηγηθεί μοναχά με παγάνα. Τα καρτέρια θα πιάσουν διάβες στα πιο κλειστά, γιατί οι ρίσοι, αν εξαναγκαστούν ν’ αφήσουν τις θέσεις τους, συνηθίζουν να περνούν από τέτοια μέρη. Οι κυνηγοί πρέπει να προσέχουν πολύ και νάναι έτοιμοι να ντουφεκίσουν, γιατί όταν οι ρίσοι περπατούν δεν ακούγονται καθόλου και παρουσιάζονται κι εξαφανίζονται σαν φαντάσματα. Οι παγανιστάδες δεν πρέπει ν’ αφήνουν άψαχτη καμιά πυκνούρα, όπως ούτε και τα μεγάλα δένδρα, γιατί δεν είναι δύσκολο νάχουν κι εκεί απάνω κρυφτεί ρίσοι. Έτσι γλυτώνουν τον κόπο να ξαναπαγανίζουν από την αρχή, κανόνας που πρέπει να κρατιέται αν με την πρώτη παγανιά δε φάνηκε κανένας, γιατί, όσο και να προγκιχτούν, δε φεύγουν μακριά. (…) Ένας άλλος τρόπος, επίσης καλός αλλά λιγάκι φτωχός σ’ αποτέλεσμα, είναι τούτος. Ο κυνηγός σε φεγγαρόλουστες βραδιές κάνει καρτέρι σε μέρη όπου βρίσκονται ρίσοι. Κατά τις εννιά ή κι αργότερα όταν δεν ακούγεται ούτε ο παραμικρός θόρυβος, κράζει για λαγό. Μόλις σταματήσει το κράξιμο, που μάλιστα δεν πρέπει να το κρατήσει και πολύ, ετοιμάζεται και περιμένει. Μπορεί νάχει την τύχη να του παρουσιαστεί κανένας που θάρχεται για το λαγό. Σε κίνδυνο οι ρίσοι κάνουν μεγάλα πηδήματα και γρήγορες κινήσεις κι έτσι πετυχαίνουν να ξεφεύγουν αν ντουφεκιούνται με σφαίρα, κι όχι όπως πρέπει τότε με σκάγια χοντρά 000 ως λιγότερο 0. Και μια συμβουλή: Αν ο ρίσος δεν κεραυνοβοληθεί, μαζεύει μέσα στο ξεψύχισμά του τις τελευταίες του δυνάμεις και ρίχνεται. Τα νύχια του και κείνη ακόμα τη στιγμή, είτε για τα σκυλιά, είτε για τον κυνηγό, αν πλησιάσουν απρόσεκτα, είναι πολύ επικίνδυνα» (σελ. 145-146).
Η ελληνική «τίγρης»
Η χώρα μας,
και γενικότερα η Ευρώπη, δεν έχει το μεγάλο αίλουρο, δεν έχει τη μεγάλη
γάτα, τον πάρδο της. Δεν έχει τίγρη, δεν έχει λιόντα, δεν έχει σαρκοβόρα
θηλαστικά τέτοιου διαμετρήματος, που εξιτάρουν και ταυτόχρονα φοβίζουν.
Τα δικά της θηλαστικά είναι στ’ ανθρώπινα μέτρα, είναι στα μέτρα της
φύσης της. Οι βιότοποί της δεν το επιτρέπουν το πολύ ή το μεγάλο, αφού
τα δυνάμενα εδώ λειτουργούν με υπερβάσεις και μεταβάσεις, θέλουν πλούτο
κι όχι αφθονία, θέλουν τη στενότη κι όχι την απλότη. Η λιτότητα δίνει
πλούτο, η φτωχότητα δεν είναι στειρότητα. Είναι η χώρα των ορίων και των
προσήμων, ένας τόπος εναλλαγών και (βιο)ποικιλότητας, ένας τόπος
χειμαρρικός ζωής κι όχι χιμαιρικός αυτής. Το μικρό και το απλό, ως
υποκείμενο στέργεται στις ιδιαίτερες συνθήκες του τόπου, στις συνθήκες
του ορίου και του υπερβατού, στο μεσογειακό περιβάλλον της μετάβασης από
το λιτό στο πλησιαφαές, από το ελάχιστο στο «πλουσιότατον του
ελαχίστου» (έκφραση Οδυσσέα Ελύτη). Σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον αρμόζει και
ημπορεί να σταθεί το δυνάμενο του μεγάλου, το δυνατό στο μετρημένο και
στο μπόρειο. Ο μικρός αίλουρος συνεπώς ταιριάζει εδώ, όχι ο μεγάλος –όχι
η τίγρης, όχι ο πάρδος, όχι ο λιόντας–, αυτός ο μικρός αίλουρος που
έχει τη δυνατότητα, στην ομολογουμένως μεγάλη του απαίτηση, νάχει τόπο
ικανοποιητικό στην προτίμησή του. Δεν έχει θέση συνεπώς εδώ η τίγρης,
παρά ο λύγκας, κι είν’ αυτός ο «δικός μας» αίλουρος, η ελληνική
«τίγρης».
Μοιάζει ο
λύγκας, ως αίλουρος, με τίγρη −με ιδέα τίγρης έστω… Διαβάζω στη
«Ζωολογία» του 1935, που προανέφερα, ότι είναι το ενδιάμεσο μεταξύ
αγριόγατας και τίγρης. Παρομοιάζεται στο κείμενο αυτό ως μωρό τίγρης ή
ως μεγάλος και χοντρός αγριόγατος. Διαφέρει στο ότι δεν έχει εκείνο το
ραβδωτό τρίχωμα της τίγρης. Είναι όμως ένα «αναμαλλιάρικο τιγράκι».
Είναι το τρίτο μεγαλύτερο σαρκοφάγο θηλαστικό της Ευρώπης, μετά την
αρκούδα και το λύκο. Το συνηθισμένο του χρώμα είναι ανακάτωμα από
κοκκινωπό-καφετί με καστανά μπαλώματα. Στα σκέλια, στην κοιλιά και γύρω
στα μάτια είναι συνήθως ασπριδερό. Η ουρά του είναι μαύρη. Το μπόι του
φτάνει τα 65 εκατοστά, αλλά το μάκρος του ξεπερνάει το μέτρο. Ζυγίζει (ο
βαλκανικός λύγκας) 12-35 κιλά, δηλαδή όσο ένα μικρό μοσχαράκι. Ζει
17-24 έτη. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, που του δίνουν ξεχωριστή
εμφάνιση, είναι οι μαύρες φουντίτσες στα μυτερά του αυτιά, που γέρνουν
ελαφρώς, καθώς και τα γένια του δεξιά κι αριστερά από το σαγόνι· είναι
τα χαρακτηριστικά που του προσθέτουν το γκροτέσκο στοιχείο στην εμφάνισή
του. Γεννάει σε προστατευόμενα μέρη, συνήθως σε σπηλιές, 3-4 μικρά, που
μοιάζουν με νεογέννητα γατάκια. Λόγω της υπερπροστασίας των νεογέννητων
και της έγνοιας του γι’ αυτά, αισθάνεται συνεχή ανασφάλεια, και για το
λόγο αυτό μπορεί ν’ αλλάξει έως και 12 φωλιές μέχρι να θεωρήσει ασφαλές
το μέρος όπου θα παραμείνει.
Κυκλοφορεί
τη νύχτα, βοηθούμενος σε αυτό και από την πολύ καλή όρασή του στο
σκοτάδι· σε αντίθεση με την ημέρα, που η όρασή του δεν είναι τόσο καλή
–λέμε, για την εξαιρετική όραση του λύγκα τη νύχτα: «μάτι λυγκός…» Η
όραση του λύγκα είναι έξι φορές πιο ευαίσθητη από του ανθρώπου στο
σκοτάδι. Κυνηγά μ’ ενέδρες που στήνει στα όρια του δάσους έχοντας μεγάλη
υπομονή στο καρτέρι του, αφού μπορεί να μείνει κρυμμένος επί πολλές
ώρες μέχρι να θεωρήσει κατάλληλη τη στιγμή της επίθεσής του. Έχει
εξαιρετική ακοή και μπορεί ν’ ακούσει το πέρασμα ενός ζώου ή τα βήματα
ανθρώπων από απόσταση 500 μέτρων. Δεν έχει καλή όσφρηση, όπως εξάλλου
όλα τα αιλουροειδή, γι’ αυτό και πλησιάζει για να οσφριστεί· περισσότερο
λειτουργεί με τις άλλες αισθήσεις. Παρά την αιλουροειδή φύση του, δε
βοηθιέται από την κατατομή του, αλλά και από τη μικρή καρδιά του σε
σχέση με το σώμα του, στο να τρέχει γρήγορα, γι’ αυτό και προτιμά την
ενέδρα κι όχι το κυνήγι του θύματός του – προτιμά να συλλαμβάνει από τον
λαιμό ή το μουσούδι τα θύματά του, κι αφήνει μικρά σε έκταση και πιο
εστιασμένα ίχνη. Κινείται σε μεγάλες επικράτειες των 250-300 τ.χλμ. Παρά
τη «δαιμονοποίηση» του λύγκα σε σχέση με τις συνήθειές του, τούτη, που
εντάσσεται στη σχετική μυθοπλασία που έχει αναπτυχθεί, είναι αληθής, ότι
σκοτώνει (συνήθως πνίγει) περισσότερα θύματα απ’ όσα μπορεί να φάει,
επιλέγοντας για την τροφή του τα καλλίτερα κομμάτια. Λέγει ο Παναγιώτης
Ζέρβας: «Δεν είναι πολυφαγάς. Όλα κι όλα όμως. Το κρέας που θα φάει το
θέλει νάναι από φρεσκοσκοτωμένο ζώο από τον ίδιον. Γι’ αυτό όπου φανεί
αλλοίμονο στ’ άλλα ζωντανά. Σωστή θεομηνία» (Ζέρβας Π., «Τα κυνήγια στην
Ελλάδα», έκδοση του Υπουργείου Γεωργίας, Αθήναι 1961, σελ. 144).
Πρόκειται
για εδαφικό και, σε γενικές γραμμές, μοναχικό ζώο, όμως δεν έχει
πρόβλημα ν’ αναρριχηθεί σε δένδρα χάρη στα μυτερά και μεγάλα νύχια του,
τα οποία είναι κρυμμένα και φαίνονται όταν τεντώσει το σώμα του. Στα
δένδρα ανεβαίνει για καρτέρι κι όχι για να ραχατέψει ή να κοιμηθεί –για
τον ύπνο προτιμά το έδαφος και συνήθως τη φωλιά του. Περιγράφει
χαρακτηριστικά ο Παναγιώτης Ζέρβας: «Θα πέσει από το δένδρο στο θύμα του
σα μπόμπα και ως αυτό να καταλάβει τι του γίνεται, τα νύχια και τα
δόντια του θάχουν μπηχτεί στις σάρκες του και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα
θάχει καταξεσχιστεί» (Ζέρβας Π., «Τα κυνήγια στην Ελλάδα», έκδοση του
Υπουργείου Γεωργίας, Αθήναι 1961, σελ. 144). Ο λύγκας είναι καλός
κολυμβητής και δεν απορρίπτει για τη διατροφή του τα ψάρια του γλυκού
νερού, τα οποία συλλαμβάνει σχετικά εύκολα. Θέλει την πλήρη εξουσία στο
ενδιαίτημά του και την κατάλληλη έκταση για να υποστηριχθούν οι
απαιτήσεις στη λεία του. Μάλιστα «δεν το κουνά» από τα μέρη που έχει
τροφή, διότι, σύμφωνα με τον Παναγιώτη Ζέρβα, «είναι τεμπέλης, οπότε
γιατί να φύγει αφού περνάει τόσο καλά; Δεν κρατάει του λύκου την τακτική
να ξεμακραίνει από το στέκι του». Αυτό τον φέρνει σε σύγκρουση με τον
άνθρωπο που δραστηριοποιείται στα εκεί εδάφη (ως κτηνοτρόφος, ως
γεωργός, ως υλοτόμος, ως λατόμος, ως μελισσοκόμος, ως οικιστής κ.ά.),
κάτι που οδήγησε στο παρελθόν να κυνηγηθεί απηνώς, εξαφανιζόμενος τελικά
από τις περιοχές συστηματικής κι έντονης δραστηριοποίησης του ανθρώπου.
Στ’ αρχαία
χρόνια, πληροφορούμαστε από τον Ξενοφώντα στον «Κυνηγετικό του», οι
λύγκες, μαζί με άλλα άγρια θηρία, αφθονούσαν στα βουνά της ηπειρωτικής
χώρας. Λέγει σχετικά ο συγγραφέας: «Λέοντες δε, παρδάλεις, πάνθηρες,
λύγκες, άρκτοι και τ’ άλλα, όσα εστί τοιαύτα θηρία, αλίσκεται, τα μεν εν
ξέναις χώραις περί το Παγγαίον όρος και το Κίττον, τον υπέρ της
Μακεδονίας, τα δε εν τω Ολύμπω και Μυσίω και εν Πίνδω, τα δε εν Νύση τη
υπέρ της Συρίας και προς τοις άλλοις όρεσιν, όσα οία τ’ εστί τρέφειν
τοιαύτα». Σήμερα στη χώρα μας ο λύγκας εξαπλώνεται σε μια δασώδη περιοχή
στη βορειοδυτική Ελλάδα, στα σύνορα με την Αλβανία και ΠΓΔΜ, όπου και
πηγαινοέρχεται στις χώρες αυτές και τη δική μας, κινούμενος στην ορεινή
διασυνοριακή περιοχή. Παλιότερα τον βρίσκουμε πολύ νότια στην ηπειρωτική
χώρα, έως τον Ταΰγετο, ενώ τελευταία νοτιότερη παρουσία του αναφέρθηκε
στην Οίτη τη δεκαετία του 1960 [σχετική πληροφορία βρίσκουμε στα «Δασικά
Χρονικά» (τεύχος 111ο/112ο, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1968]. Επιβεβαιωμένη
παρουσία λύγκα εντοπίστηκε στη Βόρεια Πίνδο στις αρχές της δεκαετίας
του 1990. Στην Ευρώπη υπολογίζεται ότι επιβιώνουν περίπου 7.000 λύγκες.
Ο λύγκας
στην Ελλάδα απειλείται με εξαφάνιση. Οι αιτίες γι’ αυτό βρίσκονται στο
ανηλεές κυνήγι του πριν το 1970, ως επιβλαβές θήραμα, λόγω των επιθέσεών
του σε οικόσιτα και κτηνοτροφικά ζώα, τα οποία αποτελούσαν, από ένα
χρονικό σημείο κι έπειτα τη λεία του. Τούτο οφείλεται στην επέκταση της
ανθρώπινης δραστηριότητας στους βιοτόπους του, τους οποίους περιόρισε κι
υποβάθμισε με τις δραστηριότητές του, μεταφέροντας εκεί τα εν δυνάμει
θύματά του (τα οικόσιτα και κτηνοτροφικά ζώα). Κτηνοτρόφοι και κάτοικοι
των ορεινών χωριών κυνηγούσαν τον λύγκα ως επικηρυγμένο ζώο λόγω των
«ζημιών» που προξενούσε. Τον κυνηγούσαν επίσης και για τη γούνα του, που
είναι από τις πιο ακριβές στην αγορά, καθώς είναι πυκνή και με μακριά
τρίχα! Επίσης, ο άνθρωπος με το κυνήγι εξαφάνισε ή περιόρισε σε μεγάλο
βαθμό τα μικρά οπληφόρα (το ζαρκάδι, το ελάφι, το αγριόγιδο) ή τα
μικρότερα ζώα (όπως ο λαγός), που αποτελούσαν μέρος στην τροφική αλυσίδα
του λύγκα. Οι βιότοποί του, τέλος, περιορίστηκαν δραματικά, με την
καταστροφή των δασών (κυρίως της δρυός) για τη δημιουργία βοσκοτόπων ή
γι’ ανθρώπινες χρήσεις, αλλά και λόγω ανάπτυξης της υλοτομίας κατά τις
δεκαετίες του 1960 και του 1970.
Ο ρήσος, ο
λύγκας, το ιδιαίτερο αυτό και περίεργο πλάσμα, δημιούργησε με τον τρόπο
ζωής του το «μύθο του». Δεν ανήκει κάπου, είναι ένας περιφερόμενος, ένας
αχαρτογράφητος, ένας «τσιτσερόνε» της φύσης. Για το λόγο τούτο δεν τον
θεωρούμε στενά, δεν τον εντοπίζουμε τοπικά, αλλά τον προσδιορίζουμε
μακρο-περιφερειακά, σε μεγάλες γεωγραφικές ενότητες, οπού η φύση και οι
συνθήκες τον ευνοούν. Κάποτε η Ελλάδα τον «ήθελε», γιατί είχε τη
φυσικότητα να τον δεχτεί, γιατί οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες δε
λειτουργούσαν σε βάρος της φύσης και των συνθηκών της. Με τα χρόνια,
όταν ο Έλληνας απαίτησε πεδία δράσης στον, ούτως ή άλλως, περιορισμένο
φυσικό χώρο, ο λύγκας άρχισε ν’ αποδιώχνεται· είτε βιαίως (με τη θήρευσή
του ως επιβλαβές), είτε ομαλώς, με την οικιοθελή απομάκρυνσή του, αφού
δεν ανέχεται να καταπιέζεται με την υποβάθμιση ή καταστροφή των βιοτόπων
του. Ο λύγκας έτσι, όλο και «ανέβαινε» στη χώρα, ώσπου κατέληξε στα
βορεινά σύνορά της, όπου βρήκε τόπους ικανούς να τον κρατήσουν. Δεν
είναι όμως σίγουρη κι εκεί η εγκατάστασή του –τίποτε δεν είναι βέβαιο σε
αυτόν! Και τούτο διότι εάν «δυσανασχετήσει», εάν κάτι τον θίξει, θ’
απομακρυνθεί κι από εκεί. Ο λύγκας δεν είναι «Έλληνας», ούτε «πολίτης»
κάποιας άλλης χώρας. Αλλάζει κράτη κι «εθνικότητα» αναλόγως των συνθηκών
και των καταστάσεων. Ανήκει στη φύση, στην πάγκοσμη της προσαρμογής του
φύση, αρκεί αυτή νάναι καθαρή κι ανόθευτη, νάναι φύση της ολότητας και
της ισορροπίας. Όταν δεν τη βρίσκει, φεύγει…
Tου Αντώνιου Β. Καπετάνιου
ΠΗΓΗ http://dasarxeio.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου